- σιγαστήρας
- ο, Ν1. τεχνολ. διάταξη μέσω τής οποίας διέρχονται τα καυσαέρια εξαγωγής ενός κινητήρα εσωτερικής καύσης προκειμένου να μειωθεί ο αεροδυναμικός θόρυβος, αλλ. σιωπητήρας2. εξάρτημα που τοποθετείται στην κάννη πυροβόλου όπλου και, ιδίως, πιστολιού για να μειώνει στο ελάχιστο τον κρότο τού πυροβολισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγάζω + επίθημα -τήρας (πρβλ. ανεμισ-τήρας)].
Dictionary of Greek. 2013.